Ασώματα/Ημαθία – διώροφο κτίριο τριών κατοικιών
Οκτώβριος 2010
Διώροφο κτίριο τριών κατοικιών, σε περιαστικό οικισμό |
θέση:Ασώματα Ημαθίας |
εμβαδόν: 330 τ.μ. |
έτος: 2009-2010 |
Η θέση, ένα μεσαίο οικόπεδο εμβαδού 1.162,0 τ.μ. στα όρια του οικισμού των Ασωμάτων, πολύ κοντά στην πόλη της Βέροιας. Τον οικισμό χαρακτηρίζουν μονώροφα και διώροφα κτίρια, παλαιότερα και νεόκτιστα, με αυλές και κήπους, χωρίς ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά.
Το κτιριολογικό πρόγραμμα απαιτούσε τρεις κατοικίες οι οποίες θα κάλυπταν τις ανάγκες μιας οικογένειας με παιδί και πρόβλεψη αύξησης των μελών της, καθώς και των δύο οικογενειών των γονιών του ζευγαριού. Η επιθυμία των ιδιοκτητών, ένα κτίριο σε “παραδοσιακό στυλ”, με ξύλινη στέγη και στοιχεία πέτρας. Προϋπολογισμός και χρονοδιάγραμμα, συγκεκριμένα και αυστηρά και σημαντικός στόχος η πλήρης αποπληρωμή του έργου με την ολοκλήρωση και κατοίκησή του.
Οι συζητήσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, ιδιοκτητών και αρχιτέκτονα, υπήρξαν πολλές και αφορούσαν κατά κύριο λόγο στη διερεύνηση του όρου “παραδοσιακό” και την ερμηνεία που του δίνει ο καθένας . Τελικά, συνδιαμορφώθηκε ο κοινός τόπος : Η αρχιτεκτονική μελέτη θα επεδίωκε το σχεδιασμό μιας σύγχρονης κατοικίας, που θα αφομοίωνε και θα απέδιδε με σύγχρονο τρόπο, υλικά και τρέχουσες τεχνικές ,τα στοιχεία της παραδοσιακής οικοδομικής: την έννοια της τοπικότητας, τις απλές τυπολογίες και επιστεγάσεις ,την κλίμακα και την κλιμάκωση των όγκων, την βέλτιστη εκμετάλλευση του προσανατολισμού και της θέας, την οικονομία των πόρων, με λίγα λόγια, τα πρωταρχικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής. Η μελέτη θα επεδίωκε μία εσωτερική σύνδεση με την παράδοση και όχι μια άμεση, σκηνογραφική μεταφορά των διαφόρων στοιχείων της για την επίτευξη μιας “παραδοσιακής” γραφικότητας.
Σχεδιάσθηκε μια κατοικία με κάτοψη σε σχήμα Γ, με δύο σκέλη κάθετα μεταξύ τους και παράλληλα με το βόρειο και το ανατολικό πλάγιο όριο του οικοπέδου. Η κύρια είσοδος του κτιρίου και το κλιμακοστάσιο τοποθετήθηκαν στη βόρεια πλευρά, στη θέση όπου συναντώνται τα δύο σκέλη της κάτοψης. Στο ισόγειο, το κάθε σκέλος το κατέλαβε το ένα από τα δύο μικρότερα διαμερίσματα των γηραιότερων οικογενειών-με εύκολη πρόσβαση στην αυλή-ενώ στον όροφο, τα δύο σκέλη παρέλαβαν τους χώρους διημέρευσης από τη μια και τους χώρους διανυκτέρευσης του μεγάλου διαμερίσματος της νεώτερης οικογένειας από την άλλη.
Στην εσωτερική γωνία του κτιρίου που ανοίγεται νοτιοδυτικά, τα δύο σκέλη της κάτοψης «αγκαλιάζουν» και ορίζουν μια μεγάλη αυλή, «κέντρο» της σύνθεσης, στην οποία στρέφονται οι χώροι διημέρευσης των τριών διαμερισμάτων. Κατά μήκος των πλευρών που οριοθετούν την αυλή, τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο, είναι διαμορφωμένοι ευρείς ημιϋπαίθριοι χώροι– θερινοί χώροι διημέρευσης, αντίστοιχοι με τα «χαγιάτια» της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μία ασκεπής σκάλα συνδέει το διαμέρισμα του ορόφου με την αυλή. Τα διαμερίσματα του ισογείου διαθέτουν επιπλέον ημιϋπαίθριους χώρους στα δυτικά και τα νότια, όπου οι δύο οικογένειες του ισογείου έχουν τη δυνατότητα να αυλίζονται, διατηρώντας την ιδιωτικότητά τους.
Εναλλακτική δυνατότητα διαθέτει και ο όροφος, με μια βεράντα στα δυτικά, για πρωινή καλοκαιρινή ανάπαυλα, ενώ για τα χειμωνιάτικα απομεσήμερα σχεδιάσθηκε ένα καθιστικό σε σχήμα Γ, που «προβάλλει» σαν ξεχωριστός όγκος στη νοτιοδυτική γωνία του κτιρίου-το «σαχνισί» της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής-και φωτίζεται από ενιαίες ξύλινες τζαμαρίες, που ταυτόχρονα ανοίγουν το χώρο σε μια εξαιρετική θέα προς το βουνό.
Ο χώρος της εισόδου και του κλιμακοστασίου, σχεδιάσθηκε σαν κύριος χώρος του κτιρίου. Με διπλό ύψος, ενοποιεί οπτικά τις δύο στάθμες και ενοποιείται μέσα από μεγάλες τζαμαρίες, τόσο με τον εξωτερικό χώρο του κτιρίου, όσο και με τον εσωτερικό χώρο του διαμερίσματος του ορόφου, αποτελώντας ένα δευτερεύον κέντρο στη σύνθεση και έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού.
Η απλή τυπολογία/κάτοψη, τα χαγιάτια, η απλή στέγαση με τετράριχτες στέγες, η εξωτερική σκάλα,το σαχνισί της νοτιοδυτικής γωνίας, η διάταξη και μορφολογία των κουφωμάτων, είναι κάποια από τα «παραδοσιακά» στοιχεία με τα οποία συνδιαλέχθηκε η αρχιτεκτονική μελέτη. Παράλληλα, ο έλεγχος του κόστους του έργου, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την επιλογή των υλικών και των τεχνικών κατασκευής, αποκλείοντας τη γενικευμένη χρήση του φυσικού ξύλου, της εμφανούς λιθοδομής, των έγχρωμων επιχρισμάτων, στοιχείων που θα διευκόλυναν την επίτευξη μιας «παραδοσιακότερης» εικόνας. Έτσι, τα ξύλινα κουφώματα σε επιλεγμένες θέσεις (σαχνισί, κεντρική εξώθυρα, διαχωριστικό μεταξύ κουζίνας και καθιστικού στον όροφο) συνδυάσθηκαν με έγχρωμα αλουμινίου στα υπόλοιπα ανοίγματα. Η ξύλινη στέγη είναι εμφανής μόνο στον ημιϋπαίθριο χώρο του ορόφου, οι τοίχοι σοβατίσθηκαν με συμβατικά κονιάματα με τα στοιχεία της εμφανούς λιθοδομής να περιορίζονται στην εξωτερική σκάλα και σε κάποιες πεζούλες της αυλής. Εσωτερικά κουφώματα, έπιπλα κουζινών και μπάνιων, τζάκια, κάγκελα σχεδιάσθηκαν «κατ’ αναλογία» με τα αντίστοιχα «παραδοσιακά». Τέλος μια ξύλινη, πολύχρωμη ψευδοροφή επιλέχθηκε να «διακοσμήσει» το καθιστικό του ορόφου, αναφορά στις οροφές των αρχοντικών της Δυτικής Μακεδονίας.